Κολόμπο

Κολόμπο
το г. Коломбо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Κολόμπο" в других словарях:

  • Κολόμπο — I (Colombο). Πόλη (642.163 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα, έδρα της ομώνυμης επαρχίας (699 τ. χλμ., 2.234.289 κάτ.). Βρίσκεται στον Ινδικό ωκεανό, κοντά στις εκβολές του ποταμού Κελάνι (Κελάνι Γκάνγκα). Το λιμάνι του Κ., αν και… …   Dictionary of Greek

  • Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι …   Dictionary of Greek

  • Ανουρανταπούρα — (Anuradhapuraya).Πόλη (57.200 κάτ. το 2002) της Σρι Λάνκα, στο βόρειο τμήμα του νησιού, πρωτεύουσα της βόρειας κεντρικής επαρχίας, σε απόσταση περίπου 165 χλμ. από την πρωτεύουσα Κολόμπο. Είναι ιερή πόλη των βουδιστών, γι’ αυτό συγκεντρώνονται σε …   Dictionary of Greek

  • Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Κλαρκ, Άρθουρ — (Sir Arthur Charles Clarke, Μάινχεντ, Σόμερσετ 1917 –). Άγγλος συγγραφέας μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας και σεναριογράφος. Από την παιδική του ηλικία ο Κ. έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις επιστήμες και επιχείρησε τη χαρτογράφηση της… …   Dictionary of Greek

  • Κολόμβος — Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου της οικογένειας των Ιταλών θαλασσοπόρων Κολόμπο (Colombo). 1. Βαρθολομαίος (Bartolommeo, Γένοβα 1461 – Άγιος Δομίνικος 1514). Ήταν αδελφός του Χριστόφορου Κολόμβου (βλ. λ.). Το 1494 έφτασε με τρία πλοία στο νησί… …   Dictionary of Greek

  • Νεχρού, Κρι Γιαβαχαρλάλ — (Nehru Jawaharlal, Αλαχαμπάντ 1889 – Νέο Δελχί 1964). Ινδός πολιτικός. Γιος πλούσιου δικηγόρου, σπούδασε στην Αγγλία και το 1912 πήρε το δίπλωμα της νομικής. Οπαδός του Γκάντι αλλά ξένος προς τον θρησκευτικό μυστικισμό του Μαχάτμα, έγινε μέλος… …   Dictionary of Greek

  • Ντεχιβάλα-Μάουντ Λαβίνια — (Dehiwala Mount Lavinia). Πόλη (214.300 κάτ. το 2003) της Σρι Λάνκα. Βρίσκεται στην περιοχή του Κολόμπο, σε απόσταση 12 χλμ. από αυτό (699 τ. χλμ., 2.287.600 κάτ. το 2003). Εκτείνεται στη μεσημβρινή περιφέρεια της πρωτεύουσας, της οποίας αποτελεί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»